- συναρμοστής
- συναρμοστήςone who fits togethermasc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συναρμοστής — ο, ΝΜΑ [συναρμόζω] αυτός που συναρμόζει επιμέρους τμήματα σε ένα ενιαίο και αρμονικό σύνολο, συναρμολογητής μσν. μτφ. συμφιλιωτής αντιπάλων αρχ. α) αυτός που συνέταξε και επέβαλε νομοθεσία, νομοθέτης β) βοηθός κυβερνήτη, συγκυβερνήτης … Dictionary of Greek
συναρμοστῇ — συναρμοστής one who fits together masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναρμοστήν — συναρμοστής one who fits together masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναρμοστικός — ή, όν, ΜΑ [συναρμοστής] 1. επιτήδειος ή κατάλληλος να συναρμόζει 2. μτφ. κατάλληλος για τη διοίκηση μιας πολιτείας … Dictionary of Greek
συναρμοστέα — συναρμοστέον one must fit together neut nom/voc/acc pl συναρμοστέᾱ , συναρμοστέον one must fit together fem nom/voc/acc dual συναρμοστέᾱ , συναρμοστέον one must fit together fem nom/voc sg (attic doric aeolic) συναρμοστέος neut nom/voc/acc pl… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)